- ηλεκτροθερμία
- η мед. электротермия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ηλεκτροθερμία — η 1. φυσ. η εφαρμογή τών νόμων τής φυσικής για τη μετατροπή τής ηλεκτρικής ενέργειας σε θερμότητα 2. ιατρ. η διαθερμία*, η παραγωγή θερμότητας με ηλεκτρικό ρεύμα για θεραπευτικούς σκοπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrothermy <… … Dictionary of Greek
ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… … Dictionary of Greek